-
1 культурный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. πολιτιστικός• εκπολιτιστικός•культурный уровень населения το πολιτιστικό επίπεδο του λαού•
-ое и материальное благосостояние η πολιτιστική και υλική ευημερία•
культурный центр πολιτιστικό κέντρο•
-ое сотрудничество πολιτιστική συνεργασία.
2. πολιτισμένος•-ая среди πολιτισμένο περιβάλλον•
культурный человек πολιτισμένος άνθρωπος.
3. τα καλλιεργούμενα ή ήμερα φυτά.εκφρ.культурный слой земли – (αρχλ.) το ανώτερο στρώμα της γης. -
2 центр
το κέντροустанавливать - τοποθετώ το -, κεντράρωкоммутационный свз. - επικοινωνίαςмоторные - ы головного мозга анат. - α του εγκεφάλουнервный - (мед.анат.) νευρικό -- ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > центр
-
3 слой
1. (тех, физ.) το στρώμαвыравнивающий - стр. η εξωτερική στρώση (της ομαλοποίησης)горизонтальный - горн. οριζόντιο -культурный - арх. πολιτιστικό -на-крывочный стр. η τελευταία στρώσηотделочный - замазки стр. η τελική στρώση του σοβάподпочвенный - (геод.) το υπόστρωμαпсевдо-сжиженный - το ρευστοποιημένο υπόστρωμα, η ρευστοποιημένη κλίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слой
-
4 уровень
у́ров||еньм1. в разн. знач. ἡ στάθμη, τό ἐπίπεδο[ν]:голова мальчика оказалась на \уровеньне стола τό κεφάλι τοῦ παιδιοῦ ἡταν στό ὕψος τοῦ τραπεζιοὔ· \уровень воды ἡ στάθμη τών ὑδάτων выше (ниже) \уровеньня моря πάνω (κάτω) ἀπό τήν ἐπιφάνεια τής θάλασσης· \уровень знаний τό ἐπίπεδο[ν] τών γνώσεων \уровень· заработной платы τό ἐπίπε-δο[ν] τών μισθών культурный \уровень τό πολιτιστικό ἐπίπεδο· жизненный \уровень τό βιοτικό ἐπίπεδο· совещание на высоком \уровеньне συνδιάσκεψις κορυφής· на \уровеньне современных требований στό ἐπίπεδο πού ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες ἀπαιτήσεις·2. (ватерпас) τό ἀλφάδι, τό νεροζύγι, ἡ ὑδροστάθμη, ὁ ὑδροστάτης. -
5 фронт
фронтм в разн. знач. τό μέτωπο[ν]:линия \фронта ἡ γραμμή τοῦ μετώπου· народный \фронт τό λαϊκό μέτωπο· идеологический \фронт τό Ιδεολογικό μέτωπο· культурный \фронт τό πολιτιστικό μέτωπο· трудовой \фронт τό μέτωπο τής δουλείας· единым \фронтом σέ ἐνιαϊο μέτωπο· на \фронте στό μέτωπο· борьба т два \фронта ὁ διμέτωπος ἀγώνας· стать во \фронт στέκομαι προσοχή. -
6 центр
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.)• το κέντρο•центр города το κέντρο της πόλης•
центр линзы το κέντρο του φακού•
культурный центр πολιτιστικό κέντρο•
торговый центр εμπορικό κέντρο•
промышленный центр βιομηχανικό κέντρο.
|| ανώτατο διοικητικό ή οργανωτικό κέντρο•комиссия от центра επιτροπή από το κέντρο•
директива -а οδηγία από το κέντρο.
εκφρ.партия -а – το κόμμα του κέντρου.